- φοινάς
- -άδος, ἡ, ΜΑμύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι, η ερυσίβη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «κόκκινος» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. γυμν-άς, νωθρ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινάς — fem nom sg φοινά̱ς , φοινός blood red fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινά — φοινάς fem voc sg φοινός blood red neut nom/voc/acc pl φοινά̱ , φοινός blood red fem nom/voc/acc dual φοινά̱ , φοινός blood red fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)